Чадить στα ελληνικά

Μετάφραση: чадить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνός, καπνοί, καπνίζω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Чадить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • биосфера στα ελληνικά - βιόσφαιρα, βιόσφαιρας, της βιόσφαιρας, τη βιόσφαιρα, στη βιόσφαιρα
  • вазелин στα ελληνικά - βαζελίνη, βαζελίνης, η βαζελίνη, παραφίνη, petrolatum
  • выметание στα ελληνικά - σκουπίζω, καμπύλη, σαρώνω, σκούπισμα, σάρωσης, σάρωση, σαρώσεως, ...
  • выносливый στα ελληνικά - δύσκολος, σκληροτράχηλος, διαρκής, σπαθάτος, δυνατός, γερός, σκληρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Чадить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνός, καπνοί, καπνίζω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης