Чарующий στα ελληνικά
Μετάφραση: чарующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγικός, χαριτωμένος, μαγεία, νεράιδα, μαγευτικό, μαγευτική, μαγευτικά, μαγευτικές, μαγευτικής
Μεταφράσεις
- астрофизик στα ελληνικά - αστροφυσικός, αστροφυσικό, ο αστροφυσικός, αστροφυσικού, αστροφυσικός του
- бренность στα ελληνικά - βαθουλωμένος, κούφιος, κοίλος, υπόκωφος, αδυναμία, αδυναμίας, την αδυναμία, ...
- вина στα ελληνικά - ενοχή, φτιάξιμο, ελάττωμα, παράβαση, προσβολή, αδίκημα, λάθος, ...
- вираж-фиксаж στα ελληνικά - turn-, στροφή
Τυχαίες λέξεις
Чарующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγικός, χαριτωμένος, μαγεία, νεράιδα, μαγευτικό, μαγευτική, μαγευτικά, μαγευτικές, μαγευτικής
Μεταφράσεις: μαγικός, χαριτωμένος, μαγεία, νεράιδα, μαγευτικό, μαγευτική, μαγευτικά, μαγευτικές, μαγευτικής