Часовой στα ελληνικά
Μετάφραση: часовой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοπιά, καραούλι, φρουρά, ρολόι, προοπτική, βλέπω, σκοπός, ωριαίος, φρουρός, ανιχνευτής, παρακολουθώ, τσιλιαδόρος, παλούκι, πρόσκοπος, ανιχνεύω, ωριαία, ωριαίες, ώρα, ωριαίο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ближе στα ελληνικά - πιο κοντά, στενότερη, κοντά, στενότερης, πιο
- виновник στα ελληνικά - δράστης, φταίχτης, εφευρέτης, συγγραφέας, ένοχος, ένοχο, υπαίτιος, ...
- донашиваться στα ελληνικά - αποκτώ, παίρνω, φοράει, φορά, φθείρεται, φθείρει, εξασθενεί
- желательность στα ελληνικά - επιθυμητό, σκοπιμότητα, επιθυμία, επιθυμητή, είναι επιθυμητή
Τυχαίες λέξεις
Часовой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοπιά, καραούλι, φρουρά, ρολόι, προοπτική, βλέπω, σκοπός, ωριαίος, φρουρός, ανιχνευτής, παρακολουθώ, τσιλιαδόρος, παλούκι, πρόσκοπος, ανιχνεύω, ωριαία, ωριαίες, ώρα, ωριαίο
Μεταφράσεις: σκοπιά, καραούλι, φρουρά, ρολόι, προοπτική, βλέπω, σκοπός, ωριαίος, φρουρός, ανιχνευτής, παρακολουθώ, τσιλιαδόρος, παλούκι, πρόσκοπος, ανιχνεύω, ωριαία, ωριαίες, ώρα, ωριαίο