Αποτρέπω στα αγγλικά
Μετάφραση: αποτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prevent, foil, dissuade, scotch, deter, avert, disincline
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αποτρέπω
avert
- αποτρέπω
- αποστρέφω
- αποτρέπω
- εμποδίζω
- αποτρέπω
- μεταπείθω
- αποτρέπω
Σχετικές λέξεις: αποτρέπω
αποτρέπω in english, αποτρέπω από, αποτρέπω συνώνυμο, αποτρεπω συνώνυμα, αποτρέπω λεξικό γλώσσας αγγλικά, αποτρέπω στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- αποτιμώ στα αγγλικά - assess, evaluate, valued, is valued, valuated, are valued, are measured
- αποτολμώ στα αγγλικά - risk, hazard, venture, presume
- αποτροπιαστικός στα αγγλικά - abhorrent
- αποτυγχάνω στα αγγλικά - fail, fizzle, flunk, I fail, come to nothing
Τυχαίες λέξεις
Αποτρέπω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: prevent, foil, dissuade, scotch, deter, avert, disincline
Μεταφράσεις: prevent, foil, dissuade, scotch, deter, avert, disincline