Λέξη: φρόνιμος
Σχετικές λέξεις: φρόνιμος
είμαι φρόνιμος, φρόνιμος στα αγγλικά, τάσος φρόνιμος, κωστής φρόνιμος, γεράσιμοσ φρόνιμοσ, φρόνιμος english, φρόνιμος ετυμολογία, σπύροσ φρόνιμοσ, παναγιώτης φρόνιμος
Συνώνυμα: φρόνιμος
σοφός, συνετός, πεδινός, επίπεδος, ισόπεδος, δίκαιος, σεμνότυφος, υγιής, βαθύς, γερός, σώος, πολιτικός, έξυπνος, νουνεχής, λογικός, αισθητός, γνωστικός, αισθητικός, αξιοσύστατος, ορθός
Μεταφράσεις: φρόνιμος
φρόνιμος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wise, benevolent, prude, prudent, sensible, politic
φρόνιμος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sensato, sabio, prudente, discreto, benévolo, mojigato, mojigata, prude, puritana, ningún mojigato
φρόνιμος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
philanthropisch, wohlwollend, karitativ, wohltätig, weise, verständig, prüde, prude, prüden, prüder
φρόνιμος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sage, prudent, aimable, affectueux, bienveillant, genre, avisé, raisonnable, charitable, bénévole, bienfaisant, impertinent, gracieux, obligeant, sensé, affable, prude, bégueule, genre prude, fleur bleue, du genre prude
φρόνιμος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
benevolo, saggio, savio, caritatevole, ragionevole, prude, puritana, puritano, pudica, santarellina
φρόνιμος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prudente, sabedoria, sábio, ajuizado, sensato, puritana, puritano, hipócrita, prude, pudica
φρόνιμος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wijs, vroed, verstandig, preuts, prude, preutse, preutse man
φρόνιμος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благоразумный, мудрый, расчетливый, разумный, знающий, вещий, замысловатый, великодушный, способ, доброжелательный, милосердный, человеколюбивый, добродетельный, благосклонный, умный, осведомленный, ханжа, скромница, ханжой, скромницей, блюститель нравов
φρόνιμος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
velvillig, klok, snerpete, prude, er snerpete
φρόνιμος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klok, vis, pryd, prude
φρόνιμος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
järkevä, tapa, harkittu, viisas, metodi, suopea, sievistelijä, prude
φρόνιμος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klog, vis, prude, snerpe, sippet, snerpet
φρόνιμος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
benevolentní, dobrotivý, dobročinný, laskavý, moudrý, shovívavý, rozumný, prudérní člověk, prudérní, puritán
φρόνιμος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mądry, dobroczynny, roztropny, łaskawy, życzliwy, sposób, rozumny, dobrotliwy, świętoszek, prude, świętoszkiem, pruderyjna
φρόνιμος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jótékony, prűd, prûd, álszemérmes
φρόνιμος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akıllı, aşırı namuslu geçinen kadın, prude, erdemlilik taslayan tip, kumkuması, erdemli
φρόνιμος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мудрості, зичливий, благодійницький, добродійний, ханжа
φρόνιμος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njeri tepër i matur, puritan
φρόνιμος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мъдър, света богородица, превзета, скромнича, превзето скромна жена
φρόνιμος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ханжа
φρόνιμος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahke, Sievistelijä
φρόνιμος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mudar, mudrom, izdašan, dobrohotan, dobronamjernom, razborit, pametan, milosrdan, pretjerano čedna žena, izvještačena
φρόνιμος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hygginn, vís, prude
φρόνιμος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sapiens, prudens
φρόνιμος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įžūlus, išmintingas, davatka, apsimestinai drovi moteris, Klīrīga moteris, Świętoszek, drovės sergėtojas
φρόνιμος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nekaunīgs, gudrs, bezkaunīgs, klīrīga sieviete
φρόνιμος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
светот Богородица
φρόνιμος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înţelept, impertinent, mironosiță, mironosița, puritană, pudică, puritan
φρόνιμος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Izvještačena, prude
φρόνιμος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozumný, benevolentní, múdry, prudérnej, pruderna, prudérna, prudérny, prudérni
Τυχαίες λέξεις