Частично στα ελληνικά
Μετάφραση: частично, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μερικώς, εν μέρει, μέρει, μερική, μερικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- артикулировать στα ελληνικά - έναρθρος, ευκρινής, αρθρώσει, αρθρώσουν, διατυπώσει, διατυπώσουν, εκφράσουν
- бессмысленный στα ελληνικά - πολυδάπανος, θυμωμένος, βαρετός, πληκτικός, ανεγκέφαλος, χαζός, λωλός, ...
- бронебойный στα ελληνικά - διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση
- броский στα ελληνικά - ηχηρός, αξιοσημείωτος, ορατός, περίβλεπτος, περίοπτος, βροντερός, καταφανής, ...
Τυχαίες λέξεις
Частично στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μερικώς, εν μέρει, μέρει, μερική, μερικά
Μεταφράσεις: μερικώς, εν μέρει, μέρει, μερική, μερικά