Часто στα ελληνικά
Μετάφραση: часто, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συχνά, πάλι, συνεχώς, ξανά, συνήθως, φορές, πολλές φορές
Μεταφράσεις
- беспутник στα ελληνικά - besputnik
- воспаленный στα ελληνικά - θυμωμένος, ευέξαπτος, οξύθυμος, οργισμένος, φλεγμονή, με φλεγμονή, φλεγμονώδεις, ...
- выстлать στα ελληνικά - στέλνω, επενδύω, εξορία, εκτοπίζω, γραμμή, εξορίζω, παρατάσσω, ...
- жук στα ελληνικά - σκαθάρι, ζουζούνι, μαμούδι, σκαθαριού, σκαθάρι του, χρυσόμυγα, κάνθαρος
Τυχαίες λέξεις
Часто στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συχνά, πάλι, συνεχώς, ξανά, συνήθως, φορές, πολλές φορές
Μεταφράσεις: συχνά, πάλι, συνεχώς, ξανά, συνήθως, φορές, πολλές φορές