Ενίσχυση στα αγγλικά

Μετάφραση: ενίσχυση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reinforcement, amplification, aid, strengthening, strengthen
Ενίσχυση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ενίσχυση

relief
  • ανακούφιση
  • ανάγλυφο
  • περίθαλψη
  • ενίσχυση
  • επικουρία
amplifying
  • ενίσχυση
invigoration
  • τόνωση
  • ενίσχυση
amplification
  • ενίσχυση
  • εύρυνση
  • διεύρυνση
reinforcement
  • ενίσχυση

Σχετικές λέξεις: ενίσχυση

ενίσχυση δικαιούχων για την απόκτηση της ιδιότητας του ενεργειακού επιθεωρητή, ενίσχυση ενεργειακών επιθεωρητών, ενίσχυση αυτοεκτίμησης, ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας, ενίσχυση λεξικό γλώσσας αγγλικά, ενίσχυση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • ενήλικας στα αγγλικά - adult, adult is, an adult, adults, adults are
  • ενήλικος στα αγγλικά - adult, an adult
  • εναγής στα αγγλικά - cursed, abominable, plaintiff, plaintiffs, sued, claimant
  • εναγόμενος στα αγγλικά - defendant, respondent, defendant is, defendant has, defendant was
Τυχαίες λέξεις
Ενίσχυση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: reinforcement, amplification, aid, strengthening, strengthen