Чахоточный στα ελληνικά

Μετάφραση: чахоточный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασθενικός, καημένος, φτωχός, αδύναμος, πολυάσχολος, πενιχρός, ανίσχυρος, φυματικός, καταναλωτική, ατροφικών, από κατανάλωση στοιχείων, κατανάλωση στοιχείων του
Чахоточный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безлесный στα ελληνικά - άδεντρος, treeless, άδενδρα, άδενδρης, άδεντρο
  • библейский στα ελληνικά - βιβλικός, βιβλική, την βιβλική, βιβλικό, βιβλικές
  • востребование στα ελληνικά - ζητώ, ζήτηση, απαιτώ, απαίτηση, vostrebovanie
  • вчитаться στα ελληνικά - διαβάζω, προσεκτική ανάγνωση, την προσεκτική ανάγνωση, από προσεκτική ανάγνωση, προσεκτικής ανάγνωσης, προσεκτικότερη ανάγνωση
Τυχαίες λέξεις
Чахоточный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασθενικός, καημένος, φτωχός, αδύναμος, πολυάσχολος, πενιχρός, ανίσχυρος, φυματικός, καταναλωτική, ατροφικών, από κατανάλωση στοιχείων, κατανάλωση στοιχείων του