Λέξη: γκαζόν

Σχετικές λέξεις: γκαζόν

γκαζόν αγριάδα, γκαζόν φύτεμα, γκαζόν ή τριφύλλι, γκαζόν φεστούκα, γκαζόν λίπανση, γκαζόν και μυρμήγκια, γκαζόν τιμή, γκαζόν περιποίηση, γκαζόν ασθένειες, γκαζόν που δεν χρειάζεται κούρεμα

Συνώνυμα: γκαζόν

είδος λεπτού υφάσματος, λειβάδι, πρασινάδα, πρασιά, χλόη, γρασίδι, χόρτο, χορτάρι

Μεταφράσεις: γκαζόν

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lawn, grass, lawns, a lawn, the lawn
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
césped, jardín, de césped, del césped, el césped
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rasenplatz, liegewiese, rasen, Rasen, Wiese, Liegewiese
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gazer, pelouse, gazon, pelouses, la pelouse
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prato, prato inglese, prato per, prati, prati su cui prendere
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gramado, lei, relva, relvado, do gramado, grama
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grasveld, grasperk, perk, gazon, grasmat, gras, het gazon, ligweide
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
газон, батист, лужайка, за газонами, лужайки, газона
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gressplen, plen, plenen, gressplenen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gräsmatta, gräsmattan, lawn, mattan, gräset
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nurmi, nurmikko, ruohikko, nurmikon, nurmikkoa, lawn, nurmikolla
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
græsplæne, plænen, græsplænen, lawn, plæne
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trávník, pažit, začišťovače, lawn
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trawnik, polana, murawa, trawnika, trawników, lawn, trawnikowe
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pázsit, gyep, gyepen, pázsiton, fűnyíró
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çimen, çim, Lawn, Çimen, Ayaklı, orak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
правостворюючий, газон
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëndinë, lëndinë e, batist, lëndinë të, pëlhurë e hollë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
морава, поляна, тревата, моравата, тревни площи
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
газон, траўнік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
muru, muruniidukid, murul, muruniiduk, murule
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tratina, proplanak, livada, travnjak, travnjak za, travnjaka, travnjakom, travnjaku
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bali, Lawn, grasið, grasflöt
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veja, vejos, vejų, veją
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mauriņš, zāliena, zāles, zālienu, zāliens
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тревникот, тревник, косилка, косилка за, трева
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
peluză, gazon, Materiale spații verzi, spații verzi, de gazon
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trávník, travnik, trate, zelenica, trata, kosilnice
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trávnik

Στατιστικά δημοτικότητας: γκαζόν

Τυχαίες λέξεις