Шип στα ελληνικά
Μετάφραση: шип, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κεντώ, τρυπώ, αγκιστρώνω, κέντημα, άγκιστρο, γάντζος, τραχύς, καρφί, αυτοκόλλητο, τσιτώνω, ιπποτροφείο, γλώσσα, πρόχειρος, αγκάθι, κουμπί, σκληρός, αγκάθια, το αγκάθι, ακίδα, αγκαθιών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- валка στα ελληνικά - κόβω, έπεσα, υλοτόμηση, υλοτομία, κοπή, υλοτόμησης, υλοτομίας
- вписанный στα ελληνικά - χαραγμένο, ενεπίγραφες, χαραγμένα, ενεπίγραφη, εγγεγραμμένο
- выверка στα ελληνικά - κανονισμός, ρύθμιση, συμφιλίωση, συμφιλίωσης, τη συμφιλίωση, της συμφιλίωσης, συνδυασμό
- глушение στα ελληνικά - σφήνωμα, παρεμβολών, παρεμβολής, εμπλοκή, παρεμβολές
Τυχαίες λέξεις
Шип στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κεντώ, τρυπώ, αγκιστρώνω, κέντημα, άγκιστρο, γάντζος, τραχύς, καρφί, αυτοκόλλητο, τσιτώνω, ιπποτροφείο, γλώσσα, πρόχειρος, αγκάθι, κουμπί, σκληρός, αγκάθια, το αγκάθι, ακίδα, αγκαθιών
Μεταφράσεις: κεντώ, τρυπώ, αγκιστρώνω, κέντημα, άγκιστρο, γάντζος, τραχύς, καρφί, αυτοκόλλητο, τσιτώνω, ιπποτροφείο, γλώσσα, πρόχειρος, αγκάθι, κουμπί, σκληρός, αγκάθια, το αγκάθι, ακίδα, αγκαθιών