Шпиндель στα ελληνικά

Μετάφραση: шпиндель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άξονας, άτρακτος, ατράκτου, άτρακτο, ατράκτωση, ατράκτωση των
Шпиндель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • булочник στα ελληνικά - φούρναρης, αρτοποιός, Baker, αρτοποιού, Μπέικερ
  • гибридизация στα ελληνικά - διάβαση, γέμισμα, διασχίζω, σταυρός, υβριδοποίηση, υβριδισμού, υβριδοποίησης, ...
  • демарш στα ελληνικά - αλλαγή σχεδίου, διάβημα, διαβήματος, διάβη, διάβημα της
  • дискант στα ελληνικά - τριπλασιάζω, σοπράνο, τριπλός, τριπλούς, πρίμα, πρίμων, τα πρίμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Шпиндель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άξονας, άτρακτος, ατράκτου, άτρακτο, ατράκτωση, ατράκτωση των