Штемпелевать στα ελληνικά

Μετάφραση: штемпелевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαρτόσημα, βαθμός, σημαίνω, εντυπωσιάζω, γραμματόσημο, σημειώνω, ταχυδρομική σφραγίδα, σφραγίδα του ταχυδρομείου, ταχυδρομικής σφραγίδας, σφραγίδας του ταχυδρομείου, τη σφραγίδα του ταχυδρομείου
Штемпелевать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • властолюбие στα ελληνικά - βλέψη, φιλοδοξία, φιλοδοξίας, φιλοδοξίες, τη φιλοδοξία, φιλοδοξιών
  • выездить στα ελληνικά - διάλλειμα, εκπαιδεύω, τρένο, διάλειμμα, σπάζω, προπονούμενος, αντεπίθεση, ...
  • генерал-майор στα ελληνικά - Υποστράτηγο κ, Υποστράτηγος κ
  • домогающийся στα ελληνικά - φιλόδοξος, υποψήφιος, φιλόδοξων, υποψήφια, τα υποψήφια, αναζητητή
Τυχαίες λέξεις
Штемпелевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαρτόσημα, βαθμός, σημαίνω, εντυπωσιάζω, γραμματόσημο, σημειώνω, ταχυδρομική σφραγίδα, σφραγίδα του ταχυδρομείου, ταχυδρομικής σφραγίδας, σφραγίδας του ταχυδρομείου, τη σφραγίδα του ταχυδρομείου