Λέξη: πλασματικός
Σχετικές λέξεις: πλασματικός
πλασματικός χρόνος παιδιών ικα, πλασματικός χρόνος παιδιών, πλασματικός χρόνος ασφάλισης, πλασματικός χρόνος για τα παιδιά ανεξάρτητα από την ηλικία τους, πλασματικός χρόνος στο δημόσιο, πλασματικός χρόνος σύνταξης, πλασματικός χρόνος, πλασματικός χρόνος σπουδών, πλασματικός χρόνος ικα, πλασματικός χρόνος για τα παιδιά
Συνώνυμα: πλασματικός
φανταστικός, ιδανικός, φαντασιώδης, ανύπαρκτος, πρωτοπλασματικός, πλαστός
Μεταφράσεις: πλασματικός
πλασματικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
illusory, fictitious, imaginary, plasmatic, fictional, notional
πλασματικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ilusorio, ficticio, ficticia, ficticios, ficticias, ficción
πλασματικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
illusorisch, fiktiv, frei erfunden, fiktiven, fiktive, fiktiver
πλασματικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décevant, trompeur, menteur, abusif, fallacieux, illusoire, fictif, fictive, fictifs, fictives, factice
πλασματικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
illusorio, fittizio, fittizia, fittizi, fittizie, immaginario
πλασματικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fictício, fictícia, fictícios, fictícias, fictitious
πλασματικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fictief, gefingeerd, fictieve, gefingeerde, denkbeeldige
πλασματικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мнимый, обманчивый, иллюзорный, призрачный, бутафорский, фиктивный, фиктивным, вымышленными, фиктивная, фиктивной
πλασματικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
illusorisk, fiktiv, fiktive, oppdiktet, fiktivt, oppdiktede
πλασματικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
illusorisk, fiktiva, fiktiv, fiktivt, påhittade, fingerade
πλασματικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuvitteellinen, kuvitteellisia, fiktiivinen, fiktiivisiä, kuvitteellisen
πλασματικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fiktiv, fiktive, fiktivt, opdigtede, opdigtet
πλασματικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
iluzorní, klamný, šalebný, fiktivní, smyšlené, smyšlená, fiktivních, fiktivního
πλασματικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
iluzoryczny, złudny, zwodniczy, nierzeczywisty, fikcyjny, fikcyjne, fikcyjna, fikcyjną, fikcyjnym
πλασματικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hiú, kitalált, fiktív, képzeletbeli, a fiktív, fiktívek
πλασματικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hayali, kurgusal, uydurma, hayali bir, hayalidir
πλασματικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фіктивний, фіктивне, фіктивну, фіктивного
πλασματικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fiktiv, fiktive, trillime, imagjinar
πλασματικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
измислен, привиден, фиктивен, фиктивни, фиктивна
πλασματικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фіктыўны
πλασματικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
petlik, fiktiivne, fiktiivseid, fiktiivsed, fiktiivsete, fiktiivse
πλασματικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
varav, iluzoran, izmišljen, fiktivan, fiktivni, izmišljeni, fiktivna
πλασματικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skýrt það sjálfur, skýrt það sjálfur og, ímynduð
πλασματικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fiktyvus, tik prasimanymas, fiktyvūs, fiktyvi, prasimanymas
πλασματικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fiktīvs, fiktīva, fiktīvu, fiktīvi, neīsti
πλασματικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фиктивни, фиктивен, фиктивните, фиктивно, фиктивна
πλασματικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fictiv, fictive, fictivă, fictiva
πλασματικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
iluzorní, fiktivne, izmišljena, fiktivna, fiktivni, fiktivnih
πλασματικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klamný, fiktívne, fiktívnej, fiktívny, fiktívna, fiktívnu