Штука στα ελληνικά
Μετάφραση: штука, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίγραφο, μονάδα, κομμάτι, πράγμα, αντίτυπο, αντιγράφω, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безапелляционный στα ελληνικά - τελικός, αυταρχικός, επιτακτικός, ανένδοτος, προστακτικός, αυθαίρετος
- горевать στα ελληνικά - κλαίω, οδυρμός, μοιρολογώ, μετανιώνω, απήγανος, θρηνώ, πενθώ, ...
- громовой στα ελληνικά - συντριπτικός, εκκωφαντικός, θυελλώδης, κεραυνοβόλος, βροντερό, εκκωφαντικό
- жасмин στα ελληνικά - γιασεμί, γιασεμιού, γιασεμιά, το γιασεμί, jasmine
Τυχαίες λέξεις
Штука στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίγραφο, μονάδα, κομμάτι, πράγμα, αντίτυπο, αντιγράφω, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα
Μεταφράσεις: αντίγραφο, μονάδα, κομμάτι, πράγμα, αντίτυπο, αντιγράφω, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα