Λέξη: αστυφύλακας

Σχετικές λέξεις: αστυφύλακας

μυστικός αστυφύλακας, αστυφύλακας αυτοκτόνησε, αστυφύλακας μισθός, αστυφύλακας γιάννης βαρύς, αστυφύλακασ α υ, αστυφύλακας π.σ, αστυφύλακας μάτης χρήστος

Συνώνυμα: αστυφύλακας

μπάτσος, αστυφύλαξ, αστυνομικός, χωροφύλακας, χωροφύλαξ

Μεταφράσεις: αστυφύλακας

αστυφύλακας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
policeman, constable, cop, police officer, a constable

αστυφύλακας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
policía, guardia, agente, alguacil, Constable

αστυφύλακας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
polizist, schutzmann, Wachtmeister, Polizist, Constable, Wacht

αστυφύλακας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agent, policier, gendarme, flic, agent de police, connétable, constable

αστυφύλακας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
poliziotto, agente, conestabile, Constable, guardia

αστυφύλακας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
policial, polícia, Constable, condestável, guarda

αστυφύλακας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
agent, politieagent, Constable, veldwachter, konstabel

αστυφύλακας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
милиционер, городовой, автоинспектор, сыщик, полисмен, констебль, Констебл, констебля, полицейский, урядник

αστυφύλακας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
politikonstabel, konstabel, Constable, lensmannen, konstabelen, lensmann

αστυφύλακας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
polis, konstapel, Constable, konstapeln, länsman

αστυφύλακας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kyttä, poliisi, skoude, poliisikonstaapeli, Constable, konstaapeli, konstaapelin, Constablen

αστυφύλακας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
politibetjent, Constable, betjent, konstabel, Betjenten

αστυφύλακας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
policista, policajt, Constable, konstábl, strážník, konstáblem

αστυφύλακας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
milicjant, policjant, posterunkowy, konstabl, constable, konstabla

αστυφύλακας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rendőr, Constable, csendőr, rendõr

αστυφύλακας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
polis memuru, constable, Memur, constable ve, Constable'ın

αστυφύλακας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
охороняється, контрольований, констебль, констеблю

αστυφύλακας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
polic i thjeshtë, polic, Constable, polic i, kryeoficer kështjelle

αστυφύλακας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полицай, Констабъл, Constable, полицая

αστυφύλακας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канстэбль

αστυφύλακας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
konstaabel, konstaabli, konstaablile, konstaablijaoskonna, constable

αστυφύλακας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
policajac, Constable, Pozornik, stražar, patrole

αστυφύλακας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lögregluþjónn, Lögreglumaðurinn, Constable

αστυφύλακας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
policininkas, konsteblis, Constable, konsteblio, konsteblė

αστυφύλακας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
policists, Constable, konstebls

αστυφύλακας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Констабл, полицаец

αστυφύλακας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
poloist, poliţist, polițist, Constable, jandarm, Conetabile, sergent

αστυφύλακας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
strážník, policista, stražnik, policist, Constable, orožnik, gospod policist

αστυφύλακας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
policajt
Τυχαίες λέξεις