Щекотливый στα ελληνικά
Μετάφραση: щекотливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρυφερός, μαλθακός, μαλακός, φίνος, λεπτός, ευπαθής, γαργαλιστική, γαργαλητό, γαργαλητό των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вколоть στα ελληνικά - κέντημα, τρυπώ, τσιτώνω, χώνω, κεντώ, ένεση, την ένεση, ...
- вылущение στα ελληνικά - εκρίζωση, εξάλειψή, εξαφάνισή
- гадость στα ελληνικά - μουρνταριά, βρώμα, βρωμιά, τη βρωμιά, ακαθαρσία, filth
- деформировать στα ελληνικά - παραμόρφωση, παραμορφώνεται, παραμορφωθεί, παραμορφώνονται, παραμορφώνουν
Τυχαίες λέξεις
Щекотливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρυφερός, μαλθακός, μαλακός, φίνος, λεπτός, ευπαθής, γαργαλιστική, γαργαλητό, γαργαλητό των
Μεταφράσεις: τρυφερός, μαλθακός, μαλακός, φίνος, λεπτός, ευπαθής, γαργαλιστική, γαργαλητό, γαργαλητό των