Щелочной στα ελληνικά
Μετάφραση: щелочной, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλκαλικός, αλκαλική, αλκαλικό, αλκαλικής, αλκαλικών, αλκαλικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ампер στα ελληνικά - αμπέρ, τιμή αμπέρ, ampere, τιμή σε Αμπέρ, ένταση σε αμπέρ
- верещать στα ελληνικά - φωνάζω, κραυγάζω, στριγκλίζω, τιτιβίζω, κραυγή, τριζάτος, προδίδω, ...
- воспроизвестись στα ελληνικά - βρίσκομαι, διανύω, είμαι, αναπαράγουν, αναπαράγει, αναπαραχθούν, την αναπαραγωγή, ...
- вульгаризировать στα ελληνικά - εκχυδαΐζω
Τυχαίες λέξεις
Щелочной στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλκαλικός, αλκαλική, αλκαλικό, αλκαλικής, αλκαλικών, αλκαλικές
Μεταφράσεις: αλκαλικός, αλκαλική, αλκαλικό, αλκαλικής, αλκαλικών, αλκαλικές