Щепать στα ελληνικά
Μετάφραση: щепать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόβω, θραύσμα, αγκίδα, τσεκουριά, τσιπ, τεμαχίζω, νάρθηκας, νάρθηκα, splint, νάρθηκες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алкоголизм στα ελληνικά - αλκοολισμός, αλκοολισμό, αλκοολισμού, τον αλκοολισμό, ο αλκοολισμός
- анаграмма στα ελληνικά - ανάγραμμα, anagram, αναγραμματισμένη, αναγραμματισμός, αναγραμματισμό
- ара στα ελληνικά - μακώ, macaw, πτηνού ara
- долготерпение στα ελληνικά - μακρόθυμος, πολύπαθη, μακροθυμία, πολύπαθο, την πολύπαθη
Τυχαίες λέξεις
Щепать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόβω, θραύσμα, αγκίδα, τσεκουριά, τσιπ, τεμαχίζω, νάρθηκας, νάρθηκα, splint, νάρθηκες
Μεταφράσεις: κόβω, θραύσμα, αγκίδα, τσεκουριά, τσιπ, τεμαχίζω, νάρθηκας, νάρθηκα, splint, νάρθηκες