Щуриться στα ελληνικά
Μετάφραση: щуриться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναβοσβήνω, στραβισμός, αλληθωρίζω, αλλοιθωρίζω, στραβισμός τα, αλληθωρίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- артериосклероз στα ελληνικά - αρτηριοσκλήρωση, αρτηριοσκλήρυνση, αρτηριοσκλήρωσης, αρτηριοσκλήρυνσης, της αρτηριοσκλήρωσης
- биолог στα ελληνικά - βιολογικός, βιολόγος, βιολόγο, βιολόγου, ο βιολόγος, βιολόγους
- воспламеняемость στα ελληνικά - ευφλεκτότητας, αναφλεξιμότητας, ευφλεκτότητα, αναφλεξιμότητα, την ευφλεκτότητα
- доступный στα ελληνικά - προσηνής, διαθέσιμος, ευπροσήγορος, ευπρόσιτος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, ...
Τυχαίες λέξεις
Щуриться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναβοσβήνω, στραβισμός, αλληθωρίζω, αλλοιθωρίζω, στραβισμός τα, αλληθωρίζουν
Μεταφράσεις: αναβοσβήνω, στραβισμός, αλληθωρίζω, αλλοιθωρίζω, στραβισμός τα, αλληθωρίζουν