Экономный στα ελληνικά
Μετάφραση: экономный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φειδωλός, αποταμίευση, οικονομία, λιτός, οικονομικός, οικονομική, οικονομικό, οικονομικά, οικονομικές
Μεταφράσεις
- балерина στα ελληνικά - χορευτής, μπαλλαρίνα, μπαλαρίνα, μπαλαρίνας, ballerina, χορεύτρια
- безрукий στα ελληνικά - ατζαμής, αδαής, αδέξιος, χωρίς χέρια, armless, άχειρας, χωρίς βραχίονες, ...
- будний στα ελληνικά - Ferial, Ferial συνοδεύεται
- грипп στα ελληνικά - γρίπη, γρίπης, της γρίπης, γρίπης των, γρίπη των
Τυχαίες λέξεις
Экономный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φειδωλός, αποταμίευση, οικονομία, λιτός, οικονομικός, οικονομική, οικονομικό, οικονομικά, οικονομικές
Μεταφράσεις: φειδωλός, αποταμίευση, οικονομία, λιτός, οικονομικός, οικονομική, οικονομικό, οικονομικά, οικονομικές