Экскурсовод στα ελληνικά
Μετάφραση: экскурсовод, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθοδηγώ, οδηγός, ξεναγός, ξεναγώ, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν
Μεταφράσεις
- беспринципный στα ελληνικά - γλιστερός, ολισθηρός, αδίστακτος, χωρίς αρχές, ασυνείδητη, ασυνείδητοι, ανήθικων
- вольготный στα ελληνικά - αυτεξούσιος, αμέριμνος, ανέμελος, τσάμπα, ξέγνοιαστος, δωρεάν, στην, ...
- габарит στα ελληνικά - μέγεθος, κάθαρση, εκκαθάρισης, εκκαθάριση, κάθαρσης, σουτ
- добродетельность στα ελληνικά - ευσυνειδησία, δικαιοσύνη, δικαιοσύνης, δικαιοσύνη του, τη δικαιοσύνη, δικαιοσύνην
Τυχαίες λέξεις
Экскурсовод στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθοδηγώ, οδηγός, ξεναγός, ξεναγώ, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν
Μεταφράσεις: καθοδηγώ, οδηγός, ξεναγός, ξεναγώ, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν