Λέξη: εξάρτηση
Σχετικές λέξεις: εξάρτηση
εξάρτηση από το διαδίκτυο, εξάρτηση και αναπαραγωγή, εξάρτηση στίχοι, εξάρτηση από ηλεκτρονικά παιχνίδια, εξάρτηση από τα ναρκωτικά, εξάρτηση ταχύτητας ανέμου από το ύψος, εξάρτηση συνώνυμο, εξάρτηση ορισμός, εξάρτηση από το αλκοόλ, εξάρτηση παιδιών από το διαδίκτυο
Συνώνυμα: εξάρτηση
εμπιστοσύνη, πεποίθηση, χώρα εξαρτώμενη, εξάρτημα, κτήση
Μεταφράσεις: εξάρτηση
εξάρτηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dependency, dependence, reliance, dependent, depending
εξάρτηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dependencia, la dependencia, dependencia de, la dependencia de, dependencia del
εξάρτηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sucht, kolonie, schutzgebiet, anlehnung, abhängigkeit, Abhängigkeit, abhängig, die Abhängigkeit, Abhängigkeit von
εξάρτηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dépendance, rapport, crédit, foi, colonie, confiance, accoutumance, croyance, la dépendance, fonction, dépendance à, dépendance à l'égard
εξάρτηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dipendenza, la dipendenza, dipendenza da, di dipendenza, dipendenza dalle
εξάρτηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dependência, dependa, depender, a dependência, dependência de, da dependência, de dependência
εξάρτηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afhankelijkheid, afhankelijk, de afhankelijkheid, afhankelijkheid van, de afhankelijkheid van
εξάρτηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
колония, зависимость, неразрешенность, доверие, иждивенчество, зависимости, зависимостью, зависимость от
εξάρτηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avhengighet, avhengigheten, avhengig, avhengighets
εξάρτηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beroende, beroendet, narkotika
εξάρτηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
roikkuminen, luottaminen, riippuvuus, luottamus, riippuminen, riippuvuutta, riippuvuuden, riippuvaisia, riippuvuudesta
εξάρτηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afhængighed, afhængigheden, afhængige, afhængighed af, afhængig
εξάρτηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spoléhání, důvěra, spolehnutí, vztah, závislost, návyk, závislosti, závislostí, závislost na
εξάρτηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyległość, poddaństwo, uzależnienie, zależność, zaufanie, zależności, uzależnienie od, uzależnienia
εξάρτηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
függőség, függés, függősége, függését, függőségét
εξάρτηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağımlılık, bağımlılığı, bağlılığı, bağımlı, bağımlılığının
εξάρτηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
довіру, довіра, довір'я, залежність, колонія
εξάρτηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
varësi, vartësi, varësia, varësinë, varësia e
εξάρτηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зависимости, колония, зависимост, зависимостта, на зависимостта, зависимост от, зависимостта от
εξάρτηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
залежнасць, залежнасьць
εξάρτηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõltuvus, sõltuvust, sõltuvuse, sõltumise, sõltuvad
εξάρτηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ovisnost, ovisnosti, zavisnost, Depandansa, ovisnosti o
εξάρτηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ósjálfstæði, fíkn, ávanabinding, háður, háðir
εξάρτηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priklausomybė, priklausomybė nuo, priklausomybės, priklausomybę, priklausomybės nuo
εξάρτηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kolonija, atkarība, atkarību, atkarība no, atkarības, atkarību no
εξάρτηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зависноста, зависност, зависност од, зависноста на, на зависноста
εξάρτηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dependenţă, colonie, dependență, dependența, dependenței, dependenta, dependența de
εξάρτηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odvisnost, odvisnost od, odvisnosti, odvisnosti od
εξάρτηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
závislosť, závislosti
Στατιστικά δημοτικότητας: εξάρτηση
Τυχαίες λέξεις