Электрик στα ελληνικά

Μετάφραση: электрик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγου, τον ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγο να
Электрик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выметывать στα ελληνικά - περιστόμιο, άκρη, χείλος, κουμπότρυπα, κουμπότρυπας, buttonhole, πέτο, ...
  • выточенный στα ελληνικά - καλοδιατυπώμενος
  • движение στα ελληνικά - κυκλοφορία, πτερυγίζω, πρόοδος, σέρβις, πηγαίνω, ταξιδεύω, εξυπηρέτηση, ...
  • заваруха στα ελληνικά - κινούμαι, αναταραχή, σάλος, αναδεύω, κινώ, ανακατεύω, φασαρία, ...
Τυχαίες λέξεις
Электрик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγου, τον ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγο να