Электромонтёр στα ελληνικά
Μετάφραση: электромонтёр, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγου, τον ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγο να
![Электромонтёр στα ελληνικά Электромонтёр στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-43759.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- великовозрастный στα ελληνικά - μεστός, ωριμάζω, ώριμος, ενήλικος, ενήλικας, μεστώνω, κατάφυτος, ...
- выбриваться στα ελληνικά - ξυρίζομαι, ξυρισμένα, ξυρισμένο, ξυρίζεται, ξυρισμένη, ξυριστεί
- глиномялка στα ελληνικά - glinomyalka
- домогающийся στα ελληνικά - φιλόδοξος, υποψήφιος, φιλόδοξων, υποψήφια, τα υποψήφια, αναζητητή
Τυχαίες λέξεις
Электромонтёр στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγου, τον ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγο να
Μεταφράσεις: ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγου, τον ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγο να