Λέξη: ένας

Σχετικές λέξεις: ένας

ένας πύργος στην ιταλία, ένας χωρισμός, ένας τρελός τρελός αεροπειρατής, ένας εχθρός του λαού, ένας κόμπος η χαρά μου, ένας οργανισμός ονομάζεται γενετικά τροποποιημένος όταν, ένας σκύλος με μπλογκ, ένας υπέροχος άνθρωπος, ένας κι ένας, ένας χαρισματικός άνθρωπος

Συνώνυμα: ένας

μια, ένα, μία

Μεταφράσεις: ένας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
one, an, a, each
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
un, alguno, una, uno, se, de un
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eines, unvergleichlich, der, einen, eine, ein, einheitlich, einer, eins, man
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
quelconque, incomparable, quelque, on, certain, personne, moi, unitaire, une, aucun, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
una, questo, quello, uno, un, si
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
um, uma, de um, se, alguém
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
een, één, 'n, je, men, ene, iemand
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
любой, один, единица, несравненный, одна, человек, единый, бесподобный, одним, одной, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ett, en, et, én, man
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
en, ett, ena, man, någon
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yks, eräs, ykkönen, yksi, yhden, yhtä, yhdellä, yhdessä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
et, man, en, én, ene, ét
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nějaká, sám, nějaký, jistý, někdo, jediný, člověk, jakýsi, kterýsi, jeden, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
złotówka, jedynka, ten, jeden, ktokolwiek, wspólny, zaimek, niejaki, czasza, jedyny, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egy, egyik, az egyik, egyike, egyetlen
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eşsiz, bir, biri, tek, tek bir, biridir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
одна, один, кожний, одне, одну, одного
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njëri, një, njëra, një nga, nje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
един, едно, една, едната, он
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
троху, трошку, адзін, адно
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üks, ühe, ühte, ühes, ühele
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jedne, jedna, prvi, jednim, jedinica, jedan, jedinstven, nekog, jedno, jednog, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einn, eitt, ein, einu, eina
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
unus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienas, viena, vieną, vieno, vienos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
viens, viena, vienu, vienas, vienā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
еден, една, едно, оној, кое
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
un, unu, unul, o, una, de un
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ena, jeno, eden, en, eno, enega
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jednotka, jeden, niekto, jedno, jediný, jedného, jednu, jedným, jedna

Στατιστικά δημοτικότητας: ένας

Τυχαίες λέξεις