Эмалировать στα ελληνικά
Μετάφραση: эмалировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σμάλτο, αδαμαντίνη, εμαγιέ, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атторней στα ελληνικά - συνήγορος, δικηγόρος, πληρεξούσιος, Εισαγγελέα, Εισαγγελέας, δικηγόρο
- бурт στα ελληνικά - συσφίγγω, σφίγγω, χάντρα, σφαιρίδιο, σφαιριδίων, σφαιριδίου, σφαιρίδια
- взаимный στα ελληνικά - κοινός, συνηθισμένος, αμοιβαίος, αμοιβαίας, αμοιβαία, αμοιβαίων, την αμοιβαία, ...
- дегтебетон στα ελληνικά - άσφαλτος, ασφαλτόστρωτου
Τυχαίες λέξεις
Эмалировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σμάλτο, αδαμαντίνη, εμαγιέ, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των
Μεταφράσεις: σμάλτο, αδαμαντίνη, εμαγιέ, σμάλτου, αδαμαντίνης, σμάλτο των