Эсминец στα ελληνικά
Μετάφραση: эсминец, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τορπιλικό, καταστροφέας, αντιτορπιλικό, Destroyer, καταστροφέα, καταστροφέων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аллергический στα ελληνικά - αλλεργικός, αλλεργική, αλλεργικές, αλλεργικής, αλλεργικών
- ассимиляция στα ελληνικά - απορρόφηση, αφομοίωση, αφομοίωσης, εξομοίωσης, εξομοίωση, την αφομοίωση
- баул στα ελληνικά - προβοσκίδα, μπαούλο, σεντούκι, κορμός, κορμό, κορμού, του κορμού
- желтоватый στα ελληνικά - κιτρινωπός, κίτρινος, ωχρός, κιτρινωπό, κιτρινωπή, κιτρινωπού, κιτρινωπά
Τυχαίες λέξεις
Эсминец στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τορπιλικό, καταστροφέας, αντιτορπιλικό, Destroyer, καταστροφέα, καταστροφέων
Μεταφράσεις: τορπιλικό, καταστροφέας, αντιτορπιλικό, Destroyer, καταστροφέα, καταστροφέων