Язык στα ελληνικά
Μετάφραση: язык, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατυπώνω, φράση, γλώσσα, εγκάθετος, αφηνιάζω, γλώσσας, γλωσσών, τη γλώσσα, γλώσσες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- банкомёт στα ελληνικά - τραπεζίτης, ο σκοπευτής, ο παίκτης, ο Shooter, ο ρίπτης, ο παίχτης
- возникать στα ελληνικά - προσφορά, προκύπτω, αυξάνομαι, συμβαίνω, άνοιξη, διαφαίνομαι, έρχομαι, ...
- гимназия στα ελληνικά - ψηλός, γυμνάσιο, γυμνασίου, λύκειο, το γυμνάσιο, λυκείου
- допустить στα ελληνικά - εισάγω, παραλαμβάνω, παραδέχομαι, λαμβάνω, υποθέτω, επιτρέπουν, επιτρέπει, ...
Τυχαίες λέξεις
Язык στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατυπώνω, φράση, γλώσσα, εγκάθετος, αφηνιάζω, γλώσσας, γλωσσών, τη γλώσσα, γλώσσες
Μεταφράσεις: διατυπώνω, φράση, γλώσσα, εγκάθετος, αφηνιάζω, γλώσσας, γλωσσών, τη γλώσσα, γλώσσες