Λέξη: αποφοίτηση

Σχετικές λέξεις: αποφοίτηση

αποφοίτηση πανεπιστημίου κύπρου 2012, αποφοίτηση κολλεγίου αθηνών 2013, αποφοίτηση τεπακ, αποφοίτηση δημοτικου, αποφοίτηση κολλεγίου αθηνών, αποφοίτηση κολλεγίου αθηνών 2012, αποφοίτηση πανεπιστημίου κύπρου 2014, αποφοίτηση λυκείου, αποφοίτηση τεπακ 2013, αποφοίτηση πανεπιστημίου κύπρου 2013

Μεταφράσεις: αποφοίτηση

αποφοίτηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
graduation, graduating, graduated, graduate

αποφοίτηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
graduación, la graduación, de graduación, graduación de, de la graduación

αποφοίτηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einteilung, abstufung, schulausbildung, Graduierung, Staffelung, Promotion, Abstufung, Abschluss

αποφοίτηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gradation, graduation, obtention du diplôme, diplôme, l'obtention du diplôme, diplômes

αποφοίτηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
laurea, graduazione, di laurea, la laurea, diploma

αποφοίτηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
graduação, formatura, da graduação, de graduação, a graduação

αποφοίτηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
graduatie, promotie, afstuderen, Graduation, het afstuderen

αποφοίτηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
градация, выпаривание, градуировка, окончания, выпуск, выпускной, градации

αποφοίτηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konfirmasjonen, eksamen, oppgradering, fornøyelse, endt utdanning

αποφοίτηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
examen, gradering, avläggande av examen, avläggande

αποφοίτηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valmistuminen, valmistumisen, graduation, valmistumista, Valmistuttuaan

αποφοίτηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
graduering, eksamen, endt uddannelse, gradueringen, gradueringsordningen

αποφοίτηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stupňování, promoce, absolvování, maturitní, odstupňování, absolventský

αποφοίτηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stopniowanie, podziałką, absolutorium, podziałka, skalowanie, skala

αποφοίτηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fokozatokra osztás, érettségi, diploma, diploma megszerzése, a diploma megszerzése

αποφοίτηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mezuniyet, bitirme, mezun, Mezunluk

αποφοίτηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поділу, випарювання, градація, поділи, лінії, градацію

αποφοίτηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkallëzim, diplomim, diplomimit, e diplomimit, diplomimi, diplomimit të

αποφοίτηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
абитуриентски, дипломирането, завършване, завършването, дипломиране

αποφοίτηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
градацыя, градацыю

αποφοίτηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõpetamise, lõpetamist, astmestamise, Lõpetamisel, ülikooli lõpetamist

αποφοίτηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izglađivanje, diplomiranje, diplome, mature, diplomski, diplomiranja

αποφοίτηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
útskrift, Graduation, útskriftarverkefni, brautskráning, Útskriftarsýning

αποφοίτηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gradacija, Baigimo, gradacijos, diplominis, gradavimas

αποφοίτηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gradācija, gradācijas, izlaidums, absolvēšanas, diferencēšanas

αποφοίτηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дипломирањето, дипломирање, матурата, матура, дипломски

αποφοίτηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
absolvire, de absolvire, absolvirea, absolvire a, absolvirii

αποφοίτηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
diplomsko, diplomi, gradacija, gradacije, diplomska

αποφοίτηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pomoce, promócie, promócia, promocie, promoce

Στατιστικά δημοτικότητας: αποφοίτηση

Τυχαίες λέξεις