Яйцевод στα ελληνικά
Μετάφραση: яйцевод, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σάλπιγγα, ωαγωγό, ωαγωγού, σάλπιγγος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гиблый στα ελληνικά - καταστροφικός, απελπισμένος, θανατηφόρος, σαπρός, ολέθριος, σατανικός, μοιραίος, ...
- гигант στα ελληνικά - κολοσσός, γίγαντας, γίγαντα, γιγαντιαίο, γιγαντιαία, γιγάντιο
- грохнуться στα ελληνικά - πάταγος, κραχ, πέφτω, προσκρούω, δυστύχημα, σύγκρουση, συντριβή, ...
- долгожитель στα ελληνικά - μακράς, μεγάλης, μεγάλων, μεγάλες, μεγάλη
Τυχαίες λέξεις
Яйцевод στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σάλπιγγα, ωαγωγό, ωαγωγού, σάλπιγγος
Μεταφράσεις: σάλπιγγα, ωαγωγό, ωαγωγού, σάλπιγγος