Монопол στα ελληνικά
Μετάφραση: монопол, Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- молњата στα ελληνικά - αστραπές, αστραπή, κεραυνούς, κεραυνό, κεραυνού
- монографија στα ελληνικά - μονογραφία, μονογραφίας, μονογραφία της, μονογραφίας της
- монотеизам στα ελληνικά - μονοθεϊσμός, μονοθεϊσμό, μονοθεϊσμού, το μονοθεϊσμό, μονοθεΐα
- мопед στα ελληνικά - μοτοποδήλατο, σκούτερ, scooter, μηχανικό δίκυκλο, πατίνι, δίκυκλο
Τυχαίες λέξεις
Монопол στα ελληνικά - Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής