Μονοπώλιο στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: μονοπώλιο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
монопол, монополот, монополска, монополската, монополот на
Μονοπώλιο στα σλαβομακεδονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονοπώλιο

μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο βικιπαιδεια, μονοπώλιο στον οπαπ, μονοπώλιο οπαπ, μονοπώλιο επε, μονοπώλιο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μονοπώλιο στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • μονοπάτι στα σλαβομακεδονικά - патека, патот, пат, на патот, патеката
  • μονοπάτια στα σλαβομακεδονικά - патеки, трагите, стази, патеките, траги
  • μοντέλο στα σλαβομακεδονικά - модел, моделот, модел на, модели
  • μοντέρνος στα σλαβομακεδονικά - модерен, современите, модерна, современи, модерни
Τυχαίες λέξεις
Μονοπώλιο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: монопол, монополот, монополска, монополската, монополот на