Силувањето στα ελληνικά

Μετάφραση: силувањето, Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιαιοπραγία, επίθεση, βιασμός, παράβαση, κράμβη, επιτίθεμαι, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών
Силувањето στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • сенката στα ελληνικά - σκιά, σκιές, τις σκιές, σκιών, οι σκιές
  • силата στα ελληνικά - ρώμη, βία, εξαναγκάζω, δύναμη, ισχύς, αντοχή, αντοχής, ...
  • симбиоза στα ελληνικά - συμβίωση, συμβίωσης, συνύπαρξη, αρμονική συνύπαρξη, καταστάσεις συμβίωσης
  • симбол στα ελληνικά - σύμβολο, συμβόλου, το σύμβολο, συμβόλων, σύμβολο που
Τυχαίες λέξεις
Силувањето στα ελληνικά - Λεξικό: σλαβομακεδονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιαιοπραγία, επίθεση, βιασμός, παράβαση, κράμβη, επιτίθεμαι, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών