Λέξη: κότσος

Σχετικές λέξεις: κότσος

κότσος μαλλιών, κότσος σινιόν, κότσος μπανάνα, κότσος με πλεξούδες, κότσος για σγουρά μαλλιά, κότσος με κάλτσα, κότσος μπαλαρίνας, κότσος μενεγάκη, κοτσος με μπομπάρι, κότσος στο πλάι

Συνώνυμα: κότσος

κουλουράκι, πλακούντιο, γλυκόψομο, σπείρα, κουλούρα, ταραχή, έλιξ

Μεταφράσεις: κότσος

κότσος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bun, coil

κότσος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bollo, moño, panecillo, bollo de, bun

κότσος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kauz, teilchen, dutt, haarknoten, gesäßbacke, knoten, rosinenbrötchen, Brötchen, bun, Knoten

κότσος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brioche, chignon, pain, bun, petit pain

κότσος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ciambella, crocchia, panino, bun, chignon

κότσος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coque, bun, bolo, pão, uréia

κότσος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bun, broodje, knot, broodje van, kont

κότσος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
узел, булка, булочка, пучок, плюшка, пышка, булочки, плюшки, бун, сдобная булочка

κότσος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bolle, bun, Mahmood

κότσος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bulle, bun, bulle på, bullen, knut

κότσος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sämpylä, pulla, bun, nuttura

κότσος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bolle, bun, boller

κότσος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
brioška, uzel, drdol, houska, Bun, smrkový, buchta

κότσος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kok, drożdżówka, bułka, koka, szynion, babeczka, bun, pieczywa

κότσος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
konty, zsemle, mókuskám, bun, zsemlét

κότσος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
topuz, bun, çörek, topuzu

κότσος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
іншу, пучок, булочка, випити, вузол, клунок

κότσος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kulaç, simite, bun

κότσος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кок, кифла, на кок, питка, кравай

κότσος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
булачка, булочка

κότσος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kakuke, BUN, kukkel, kerast

κότσος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kolač, zekan, punđa, Bun, pecivo

κότσος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
BUN, kanína, runstykki eda svona bollur

κότσος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bandelė, bun, bandelės, bandele, ryšulio

κότσος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bulciņa, maizīte, bun, smalkmaizīte, bulciņas

κότσος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пунџа, кифла, земичка, bun

κότσος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chiflă, bun, coc, chifla

κότσος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šiška, žemlja, krof, bun, Zekan

κότσος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
buchta, šiška, drdol
Τυχαίες λέξεις