Úzkostlivý στα ελληνικά
Μετάφραση: úzkostlivý, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγχώδης, ανήσυχος, μικροπρεπής, ανήσυχοι, άγχος, άγχους, αγωνία
Μεταφράσεις
- území στα ελληνικά - έδαφος, έκταση, περιοχή, περιοχής, χώρο, ζώνη
- úzkoprsý στα ελληνικά - στενός, στενό, στενά, στενή, στενές
- úzkosť στα ελληνικά - θλίψη, άγχος, καημός, ανησυχία, αγωνία, ατυχία, αγωνιώ, ...
- účastník στα ελληνικά - συμμέτοχος, μυημένος, αποχωρητήριο, συμμετέχων, συμμετέχοντα, συμμετέχοντος, συμμετέχοντες
Τυχαίες λέξεις
Úzkostlivý στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγχώδης, ανήσυχος, μικροπρεπής, ανήσυχοι, άγχος, άγχους, αγωνία
Μεταφράσεις: αγχώδης, ανήσυχος, μικροπρεπής, ανήσυχοι, άγχος, άγχους, αγωνία