Λέξη: σύμμαχος
Σχετικές λέξεις: σύμμαχος
σύμμαχος in english, σύμμαχος μετάφραση, σύμμαχος συνώνυμα, σύμμαχος συνώνυμο, σύμμαχος στα αγγλικά
Συνώνυμα: σύμμαχος
συμμαχία
Μεταφράσεις: σύμμαχος
σύμμαχος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
allied, ally, an ally, ally of, allies
σύμμαχος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acomunarse, coligado, aliado, aliada, aliado de, aliados, el aliado
σύμμαχος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verbündet, alliierter, alliierte, bündnispartner, verbündete, Verbündete, Verbündeten, Verbündeter, Bundesgenossen, Bundesgenosse
σύμμαχος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
allia, jumeler, allier, allions, unir, joindre, allient, confédérer, parent, coaliser, apparenté, alliée, proche, embrancher, raccorder, lier, allié, alliés, allié de, alliance
σύμμαχος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
associare, unire, alleato, alleata, alleati, alleato di
σύμμαχος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aliado, aliada, aliados, aliar
σύμμαχος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bondgenoot, bondgenoot van, ally
σύμμαχος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сродный, объединять, близкий, соучастник, объединить, помощник, сопредельный, объединенный, союзник, пособник, соединять, родственный, союзнический, соединить, союзный, союзником, союзника, союзницей
σύμμαχος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbundsfelle, alliert, allierte, ally
σύμμαχος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förena, allierad, bundsförvant, allierade, ally, bundsförvanten
σύμμαχος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liittoutua, liittolainen, liittoutunut, kytkeä, liittolaisena, liittolaisemme, liittolaisen, sesti
σύμμαχος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
allieret, allierede, forbundsfælle
σύμμαχος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spojit, příbuzný, spřízněný, spojený, spojenecký, připojit, spojenec, spojencem, spojence, spojenci
σύμμαχος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sojuszniczy, aliant, pokrewny, sprzymierzyć, sojusznik, połączyć, sprzymierzać, sprzymierzony, krewny, aliancki, bliski, sprzymierzeniec, sojusznikiem, sprzymierzeńcem
σύμμαχος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szövetséges, szövetségese, ally, szövetségesnek, szövetségesének
σύμμαχος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
müttefik, müttefiki, bir müttefik, ally, bir müttefiki
σύμμαχος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
об'єднати, об'єднувати, спільник, споріднений, союзник, родинний, союзний, об'єднаний, союзником
σύμμαχος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aleat, aleat i, aleati, aleate, aleate e
σύμμαχος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съюзник, съюзник на, съюзници, съюзника
σύμμαχος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
саюзнік, саюзьнік, хаўрусьнік
σύμμαχος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ühinenud, liitlane, liitlase, liitlaseks, liitlasena, liitlast
σύμμαχος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rodbinski, ujediniti, blizak, sjediniti, kliker, saveznik, saveznika, saveznica, saveznikom, saveznici
σύμμαχος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bandamaður, bandamann
σύμμαχος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
socius
σύμμαχος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sąjungininkas, sąjungininkė, sąjungininku, sąjungininke, ally
σύμμαχος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sabiedrotais, sabiedrotā, sabiedroto, sabiedrotie
σύμμαχος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сојузник, сојузникот, сојузник на, сојузникот на
σύμμαχος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aliat, aliatul, aliat al, aliat de, ally
σύμμαχος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaveznik, zaveznica, zaveznika
σύμμαχος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spojenecký, spojenec, spojencom, spojenca
Τυχαίες λέξεις