Handicapovaný στα ελληνικά

Μετάφραση: handicapovaný, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάπηρος, άτομα με ειδικές ανάγκες, άτομα με ειδικές, ειδικές ανάγκες, με ειδικές ανάγκες, μειονεκτούντων
Handicapovaný στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hanba στα ελληνικά - κρίμα, δυσμένεια, ταπείνωση, ντροπή, όνειδος, ντροπής, την ντροπή, ...
  • handicap στα ελληνικά - αναπηρία, ανικανότητα, μειονέκτημα, χάντικαπ, μειονεκτήματος, αναπηρίας
  • handrkovať στα ελληνικά - παζαρεύω, παζαρεύουν, μικρολογία, παζαρεύει, παζαρεύσει
  • hanebný στα ελληνικά - διαβόητος, επονείδιστος, επαίσχυντος, ντροπή, επαίσχυντη, επαίσχυντο, επαίσχυντες
Τυχαίες λέξεις
Handicapovaný στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάπηρος, άτομα με ειδικές ανάγκες, άτομα με ειδικές, ειδικές ανάγκες, με ειδικές ανάγκες, μειονεκτούντων