Mať στα ελληνικά

Μετάφραση: mať, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύπαρχος, ζευγαρώνω, ταίρι, φιλαράκος, ματ, κάνει ματ, να κάνει ματ, κατανικώ, checkmate
Mať στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • masívny στα ελληνικά - στερεός, συμπαγής, ογκώδης, μαζική, τεράστια, μαζικές, τεράστιο
  • masť στα ελληνικά - αλοιφή, αλοιφής, αλοιφή που, αλοιφών, αλοιφές
  • matematicky στα ελληνικά - μαθηματικά, μαθηματικώς, μαθηματική, από μαθηματική, μαθηματική άποψη
  • matematický στα ελληνικά - μαθηματικός, μαθηματική, μαθηματικών, μαθηματικές, μαθηματικό
Τυχαίες λέξεις
Mať στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύπαρχος, ζευγαρώνω, ταίρι, φιλαράκος, ματ, κάνει ματ, να κάνει ματ, κατανικώ, checkmate