Obojživelný στα ελληνικά

Μετάφραση: obojživelný, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμφίβιο, αμφίβιος, αμφίβια, αμφίβιες, αμφίβιων
Obojživelný στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • obnoviť στα ελληνικά - καθαρίζω, λουστράρω, ανάκτηση, ανακτήσει, ανακτούν, την ανάκτηση, ανακάμψει
  • obojživelník στα ελληνικά - αμφίβιο, αμφιβίων, αμφιβίου, των αμφιβίων, αμφίβιου αεροπλάνου
  • obor στα ελληνικά - περιοχή, κυριαρχία, κτήση, αρμοδιότητα, πεδίο, τομέα, πεδίου, ...
  • obozretný στα ελληνικά - προσεκτικός, εφεκτικός, επιφυλακτικός, προσεχτικός, προσεκτικοί, προσεκτική, επιφυλακτική
Τυχαίες λέξεις
Obojživelný στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμφίβιο, αμφίβιος, αμφίβια, αμφίβιες, αμφίβιων