Λέξη: κάποτε
Σχετικές λέξεις: κάποτε
κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί, κάποτε στην αμερική, κάποτε στη δύση, κάποτε στη μελωδιούπολη, κάποτε θα ρθουν, κάποτε στη δύση (1968), κάποτε θα μαστε μαζί, κάποτε όρκο δώσαμε, κάποτε στην ανατολία, κάποτε θα δεις
Συνώνυμα: κάποτε
μια φορά, άπαξ, άλλοτε
Μεταφράσεις: κάποτε
κάποτε στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
once, sometime, sometimes, used to, ever
κάποτε στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuando, algunas veces, a veces, algún, algún momento, en algún momento
κάποτε στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einst, früher, wenn, einmal, sobald, vorig, ehemals, irgendwann, wann, manchmal
κάποτε στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jadis, une, quand, anciennement, sitôt, précédent, autrefois, passé, ancien, si, immédiatement, antérieur, un jour, parfois, quelque temps, quelque
κάποτε στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quando, allorché, subito, una volta, un giorno, volte, a volte, qualche
κάποτε στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
precedente, antecedente, anterior, acima, passado, algum dia, às vezes, algum, algum momento, algum tempo
κάποτε στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
terwijl, eens, eenmaal, als, ex-, vroeger, vorig, gewezen, toen, voormalig, wanneer, voorgaand, ooit, soms, ergens, enige tijd
κάποτε στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
некогда, прежде, однажды, когда, когда-то, когда-нибудь, то, нибудь
κάποτε στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
når, engang, en gang, gang, noen ganger, annen gang, gang i
κάποτε στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
när, some, någon gång, gång, sometime, ibland
κάποτε στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kerran, edellinen, kun, aiempi, entinen, joskus, jonkin aikaa
κάποτε στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
engang, et tidspunkt, engang i, andet tidspunkt
κάποτε στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dříve, kdysi, jednou, druhdy, jak, až, někdy, občas, někdy v
κάποτε στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skoro, ongiś, onegdaj, kiedy, jednocześnie, niegdyś, zaraz, kiedyś, czasami, gdzieś, czasem, jakiś
κάποτε στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egykori, valamikor, néha, valamikor a
κάποτε στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
önceki, bazen, ara, bir ara, sometime
κάποτε στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
колись, якось, коли-небудь
κάποτε στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dikur, diku, ndonjëherë, diku nga, diku në
κάποτε στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
някога, някъде, някое време, по някое време, понякога
κάποτε στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
калi, калі-, калісьці, некалі
κάποτε στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kord, millalgi, mõnikord, kunagi, sometime
κάποτε στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nekada, nekad, jedanput, nekadašnjeg, jednom, negdje, neko, ponekad, neko vrijeme
κάποτε στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einusinni, einhvern, einhvern tíma, stundum, einhvern tíma í, einhvern tíma á
κάποτε στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
olim, quondam
κάποτε στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kažkada, kartais, kada, kada nors, sometime
κάποτε στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
agrāk, dažkārt, kādreiz, reizēm, dažreiz
κάποτε στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
некаде, некогаш, понекогаш, некаде во, некогаш и
κάποτε στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cândva, uneori, undeva, candva, odată
κάποτε στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
enkrat, kdaj, včasih, bivši, nekje
κάποτε στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
raz, jednou, niekedy
Στατιστικά δημοτικότητας: κάποτε
Τυχαίες λέξεις