Oddeliť στα ελληνικά
Μετάφραση: oddeliť, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκόβω, χωρίζω, διχάζω, κόβω, διαιρώ, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- oddaný στα ελληνικά - πιστός, στοργικός, αφιερωμένη, αφιερωμένο, ειδική, ειδικό, αφοσιωμένο
- oddelenie στα ελληνικά - θάλαμος, τμήμα, υπηρεσία, Τμήματος, Υπουργείο, υπηρεσίας
- oddych στα ελληνικά - υπόλοιπος, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, υπόλοιπο, ανάπαυση, υπόλοιπη, ανάπαυσης, ...
- odev στα ελληνικά - φόρεμα, ντύνομαι, ντύνω, ενδύματα, ένδυσης, ειδών ένδυσης, είδη ένδυσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Oddeliť στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκόβω, χωρίζω, διχάζω, κόβω, διαιρώ, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει
Μεταφράσεις: αποκόβω, χωρίζω, διχάζω, κόβω, διαιρώ, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει