Plynový στα ελληνικά

Μετάφραση: plynový, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αέριο, βενζίνη, αερίου, αερίων, φυσικού αερίου, φυσικό αέριο
Plynový στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • plynný στα ελληνικά - άπταιστος, αεριώδης, αέρια, αέριων, αέριου, αέριες
  • plynovod στα ελληνικά - αγωγός, αγωγού, αγωγών, αγωγό, του αγωγού
  • plynule στα ελληνικά - άπταιστα, ομαλά, ομαλή, απρόσκοπτα, την ομαλή, απαλά
  • plynulý στα ελληνικά - άπταιστος, λείος, ομαλή, λεία, ομαλής, λείο
Τυχαίες λέξεις
Plynový στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αέριο, βενζίνη, αερίου, αερίων, φυσικού αερίου, φυσικό αέριο