Stál στα ελληνικά

Μετάφραση: stál, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δαπάνη, κοστίζω, κόστος, ορθοστασία, θέση, στάση, διαρκής, μόνιμης
Stál στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • styky στα ελληνικά - σχέση, σχέσεις, σχέσεων, οι σχέσεις, τις σχέσεις, των σχέσεων
  • stádo στα ελληνικά - αγέλη, κοπάδι, αγέλης, ζωικού κεφαλαίου, ζωικό κεφάλαιο
  • stále στα ελληνικά - συνεχώς, ποτέ, πάντα, πάντοτε, μόνιμα, ακόμη, ακόμα, ...
  • stálosť στα ελληνικά - σταθερότητα, σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, σταθερότητα των
Τυχαίες λέξεις
Stál στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δαπάνη, κοστίζω, κόστος, ορθοστασία, θέση, στάση, διαρκής, μόνιμης