V στα ελληνικά
Μετάφραση: v, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σε, εντός, μέσα, σας, στο, στην, στη, στον
Μεταφράσεις
- uživiť στα ελληνικά - διατηρώ, διατείνομαι, υποστηρίζω, διατήρηση, διατηρήσουν, τη διατήρηση, στηρίξει, ...
- užívať στα ελληνικά - χαίρω, χρήση, απολαμβάνω, χρησιμοποιώ, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, ...
- vadiť στα ελληνικά - ύλη, θέμα, υπόθεση, νοιάζομαι, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, παρέμβει, ...
- vagabund στα ελληνικά - πλανόδιος, πλάνης, αλήτης, hobo, των hobo, άστεγος πλανόδιος, πλανόβιος
Τυχαίες λέξεις
V στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σε, εντός, μέσα, σας, στο, στην, στη, στον
Μεταφράσεις: σε, εντός, μέσα, σας, στο, στην, στη, στον