Zmocniť στα ελληνικά
Μετάφραση: zmocniť, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφετερίζομαι, ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, εξουσιοδοτήσει, ενδυνάμωση των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- zmocnení στα ελληνικά - εντολή, ενδυνάμωση, ενδυνάμωσης, χειραφέτηση, χειραφέτησης, την ενδυνάμωση
- zmocniteľ στα ελληνικά - ηγετικός, κύριος, κύρια, κύριο, κύριες, την κύρια
- zmrazení στα ελληνικά - πάγωμα, παγώσει, καταψύχετε, να παγώσει, παγώσουν
- zmrzačení στα ελληνικά - ακρωτηριασμός, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, οργάνων των γυναικών, ακρωτηριασμοί
Τυχαίες λέξεις
Zmocniť στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφετερίζομαι, ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, εξουσιοδοτήσει, ενδυνάμωση των
Μεταφράσεις: σφετερίζομαι, ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, εξουσιοδοτήσει, ενδυνάμωση των