Λέξη: συγκλονίζω

Σχετικές λέξεις: συγκλονίζω

συγκλονίζω συνωνυμο

Συνώνυμα: συγκλονίζω

κουνώ, τινάζω, τραντάζω, τινάσσω, σείω, συνταράσσω, προξενώ σπασμούς, συσπώ

Μεταφράσεις: συγκλονίζω

συγκλονίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
appal, convulse, shake

συγκλονίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espantar, convulsionar, convulsionarse, convulse, convulsionará, convulsionan

συγκλονίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erschüttern, convulse, krümmen, zucken, zu erschüttern

συγκλονίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
effaroucher, choquer, effrayer, terrifier, épouvanter, convulser, convulsions, bouleverser, des convulsions, ébranler

συγκλονίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
agitare, convulsioni, convulse, sconvolgere, agitarsi

συγκλονίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
convulsionar, convulse, convulsiona, convulsionam, se convulsionar

συγκλονίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stuiptrekken, stuipen, schokken, convulse, krampachtig samentrekken

συγκλονίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пугать, ужасать, спугивать, устрашать, страшить, потрясать, волновать, конвульсиях, конвульсии, потрясти

συγκλονίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
convulse, krampetrekninger

συγκλονίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
convulse, skaka, kramper

συγκλονίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kauhistua, kouristaa, kouristella, kouristele

συγκλονίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vride sig, vride

συγκλονίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
děsit, polekat, vyděsit, poděsit, lekat, zmítat, křeče, zachvátit křečí, zmítá, zmítají

συγκλονίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przerazić, oburzać, zatrwożyć, przerażać, skręcać, wstrząsnąć, konwulsji, pobudzać do spazmatycznego śmiechu, wstrząsać

συγκλονίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rázkódik, rángatózni, felforgat

συγκλονίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sarsmak, allak bullak, convulse, kıvrandırmak, kasılmaz

συγκλονίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
потрясати, вражати, приголомшувати

συγκλονίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dredh, luajë vendi, luajë vendi bashkë, tund

συγκλονίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
треса, тресе, разтърсват, се тресе, свивам

συγκλονίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трэсці, узрушваць

συγκλονίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vappuma, Kaunistab, tõmblusi

συγκλονίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaprepastiti, preplašiti, uplašiti, zgrčiti, potresti, trzati, uzbuditi

συγκλονίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
convulse

συγκλονίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
supurtyti, raitytis, Inicijuoti spazmatycznego juokiatės, Satricināt, Convulse

συγκλονίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
satriekt, šokēt, satricināt, radīt krampjus

συγκλονίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
растресе, грчењето, го растресе

συγκλονίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zgudui, convulsii, zdruncina, clătina, convulsiona

συγκλονίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Potresti

συγκλονίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zmietať, zmieta, zmietat
Τυχαίες λέξεις