Zvýšený στα ελληνικά

Μετάφραση: zvýšený, Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβακικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προχωρημένος, αυξημένη, αυξημένο, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, αυξημένες
Zvýšený στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • zvyčajný στα ελληνικά - συνηθισμένος, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
  • zvýšení στα ελληνικά - αύξηση, ανύψωση, ανάδειξη, ανατέλλω, ορθώνομαι, αυξάνομαι, ύψωση, ...
  • zvýšiť στα ελληνικά - παραμένω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
  • zábava στα ελληνικά - ψυχαγωγία, απασχόληση, πλάκα, διασκέδαση, ενασχόληση, χόμπι, κέφι, ...
Τυχαίες λέξεις
Zvýšený στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβακικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προχωρημένος, αυξημένη, αυξημένο, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, αυξημένες