Afekt στα ελληνικά

Μετάφραση: afekt, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοργή, τρυφερότητα, Επηρεάζουν, έχουν επιπτώσεις, να επηρεάσει, να επηρεάσουν, Affect
Afekt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aeronavtika στα ελληνικά - αεροναυτική, αεροναυπηγική, αεροναυπηγικής, της αεροναυτικής, της αεροναυπηγικής
  • aerosol στα ελληνικά - αεροζόλ, σπρέι, αερολύματος, αερόλυμα, αερολυμάτων, αεροζόλης
  • agenda στα ελληνικά - ημερήσια διάταξη, ημερήσια, Ατζέντα, Ατζέντας, την Ατζέντα
  • agent στα ελληνικά - πράκτορας, παράγων, μεσίτης, αντιπρόσωπος, μέσο, παράγοντα
Τυχαίες λέξεις
Afekt στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοργή, τρυφερότητα, Επηρεάζουν, έχουν επιπτώσεις, να επηρεάσει, να επηρεάσουν, Affect