Dvigalo στα ελληνικά

Μετάφραση: dvigalo, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υψώνω, ασανσέρ, σηκώνω, ανελκυστήρας, ανελκυστήρα, του ανελκυστήρα, ανελκυστήρων
Dvigalo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dvakrat στα ελληνικά - δυο φορές, δύο φορές, δύο φορές την, διπλάσιο, δις
  • dvanajst στα ελληνικά - δώδεκα, των δώδεκα, τους δώδεκα
  • dvojice στα ελληνικά - ζευγάρι, Διπλά, Διπλασιάζει, Δίκλινα, Διπλό, Doubles
  • dvojka στα ελληνικά - δυο
Τυχαίες λέξεις
Dvigalo στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υψώνω, ασανσέρ, σηκώνω, ανελκυστήρας, ανελκυστήρα, του ανελκυστήρα, ανελκυστήρων